- ζεϊμπέκικος
- -η, -ο1. ό,τι αναφέρεται στο ζεϊμπέκη.2. το ουδ. ως ουσ., ζεϊμπέκικο είδος χορού: Χόρεψε ζεϊμπέκικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζεϊμπέκικος — Νησιώτικος χορός, αντικριστός ή ατομικός. Χορεύεται σε ρυθμό 9/8 και άλλες φορές είναι γοργός, ενώ κάποιες άλλες, αργός και βαρύς. Ο μεγαρίτικος ζ., χορεύεται αντικριστά από ζευγάρια γυναικών που κρατούν ένα μεγάλο μαντίλι, με το οποίο συνοδεύουν … Dictionary of Greek
Zeibekiko — Der Zeibekiko (griechisch Ζεϊμπέκικο auch Zeibekikos Ζεϊμπέκικος) ist ein griechischer Volkstanz kleinasiatischen Ursprungs.[1] Der Solotanz beruht auf Improvisation, doch muss der Tänzer in der Lage sein, dem charakteristischen Rhythmus zu… … Deutsch Wikipedia